Δείτε επίσης: άκαρι, ἀκαρί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄκαρῐ τὰ ἀκάρη
ἀκάρε
      γενική τοῦ ἀκάρεως τῶν ἀκάρεων
      δοτική τῷ ἀκάρει τοῖς ἀκάρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄκαρῐ τὰ ἀκάρη
ἀκάρε
     κλητική ! ἄκαρῐ ἀκάρη
ἀκάρε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκάρει
γεν-δοτ τοῖν  ἀκαρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄκαρι ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία

αναζήτηση λέξεων στη Βικιθήκη:

τόμος Α, σελίδα 180 @books.google - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών