ἁρπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἁρπίς | αἱ | ἁρπίδες |
γενική | τῆς | ἁρπῖδος | τῶν | ἁρπίδων |
δοτική | τῇ | ἁρπῖδῐ | ταῖς | ἁρπίδεσσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἁρπῖδᾰ | τὰς | ἁρπίδᾰς |
κλητική ὦ! | ἁρπίς* | ἁρπίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁρπίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁρπίδοιν | ||
Εξαίρεση: Ιδιόκλιτο με μακρό γιώτα στη γενική ενικού, με βραχύ στον πληθυντικό. Δοτική πληθυντικού -ίδεσσιν αντί του -ίσι(ν). * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἁρπίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἁρπίς, -ῖδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- ἁρπίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.