↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁρπίς αἱ ἁρπίδες
      γενική τῆς ἁρπῖδος τῶν ἁρπίδων
      δοτική τῇ ἁρπῖδ ταῖς ἁρπίδεσσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἁρπῖδ τὰς ἁρπίδᾰς
     κλητική ! ἁρπίς* ἁρπίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁρπίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἁρπίδοιν
Εξαίρεση: Ιδιόκλιτο με μακρό γιώτα στη γενική ενικού, με βραχύ στον πληθυντικό.
Δοτική πληθυντικού -ίδεσσιν αντί του -ίσι(ν).

* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁρπίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἁρπίς, -ῖδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)