ἀφωνία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀφωνίᾱ | αἱ | ἀφωνίαι |
γενική | τῆς | ἀφωνίᾱς | τῶν | ἀφωνιῶν |
δοτική | τῇ | ἀφωνίᾳ | ταῖς | ἀφωνίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀφωνίᾱν | τὰς | ἀφωνίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀφωνίᾱ | ἀφωνίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφωνίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀφωνίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀφωνία θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- ἀφωνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.