Δείτε επίσης: αρτηρία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρτηρί αἱ ἀρτηρίαι
      γενική τῆς ἀρτηρίᾱς τῶν ἀρτηριῶν
      δοτική τῇ ἀρτηρί ταῖς ἀρτηρίαις
    αιτιατική τὴν ἀρτηρίᾱν τὰς ἀρτηρίᾱς
     κλητική ! ἀρτηρί ἀρτηρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρτηρί
γεν-δοτ τοῖν  ἀρτηρίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀρτηρία < ἀϜερτηρία < ἀρτῶ (: κρεμώ)

Κατά άλλους: Αρτηρία<αήρ(αέρας)+τηρώ (προσέχω,φέρω)= φέρει αέρα (οξυγόνο) στο σώμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀρτηρία θηλυκό

  1. η αρτηρία
    ἔστι γὰρ καὶ διὰ τῆς ἀρτηρίας ἐκ τῶν στηθῶν ἀναπνοὴ καὶ ἡ διὰ τῶν μυκτήρων (Αριστοτέλης, Περὶ ἀναπνοῆς)