Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνατάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνετάζω

ἀνατάζω (σε χρήση και σήμερα ως ιδιωματικό)

  1. ανακρίνω
  2. βασανίζω, τιμωρώ
    ※  12ος αιώνας, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, ανωνύμου, έμμετρη μυθιστορία, στίχ. 508 (507-509)
    Λαβών τι κείμενον ἐκεῖ λεπτὸν λυγώδες ξύλον
    ἀνέταξεν ἐπὶ πολὺ τὴν κρεμαμένην κόρην
    μέχρι ποδῶν, ἐκ κορυφῆς ὡς ἄκρων τῶν δακτύλων.
    Εμμανουήλ Κριαράς, (επιμ.), Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αετός, Αθήνα 1955, σελ. 39
  3. κάνω κάποιον να μάθει με βασανιστήρια
  4. βρίζω
    ※  16ος αιώνας, Ιωάννης Πικατόρος Ρίμα θρηνητική Εἰς τὸν πικρὸν καὶ ἀκόρεστον Ἅδην, στίχος 337 (στίχοι 336-337)
    • Καὶ τάχα τότε ἐκίνησα τὸν Χάρο ν᾿ ἀγενίζω
      καὶ ἀνάταξά τον ἄχριστα καὶ τ' ὄνομάν του ἐβρίζω.
      Κριαράς Εμμανουήλ, Η «Ρίμα θρηνητική» του Ιωάννου Πικατόρου, Ακαδημία Αθηνών, Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου Β' (1942), σελ. 30
    • καὶ τάχα τότ᾽ ἐκίνησα, τὸν Χάρον ἀγενίζω,
      κι ἀνάταξά τον ἄχρηστα καὶ τὄνομάν του 'βρίζω,
      Carmina Graeca medii aevi. Λειψία, Γερμανία: B. G. Teubner, εκδότης: Wilhelm Wagner, 1874, σελ. 234 @books.google.gr
  5. στενοχωρώ πολύ
  6. (στη μέση φωνή) ταλαιπωρούμαι προσπαθώντας να κάνω κάτι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία