ἀνάκαρον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀνάκαρον | τὰ | ἀνάκαρᾰ |
γενική | τοῦ | ἀνακάρου | τῶν | ἀνακάρων |
δοτική | τῷ | ἀνακάρῳ | τοῖς | ἀνακάροις |
αιτιατική | τὸ | ἀνάκαρον | τὰ | ἀνάκαρᾰ |
κλητική ὦ! | ἀνάκαρον | ἀνάκαρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνακάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνακάροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀνάκαρον ουδέτερο
- τύμπανο, ανάκαρο
- Ἐτοιμασθέντος οὖν καὶ καβαλλικεύσαντος τοῦ βασιλέως, οἱ ἀνακαρισταὶ κρούουσι τὰ ἀνάκαρα, σαλπίζουσι δὲ καὶ οἱ σαλπιγκταὶ ὁμοίως καὶ οἱ βυκινάτορες δι' ὀργάνων ἀργυρῶν. (Γεώργιος Κωδινός, Περὶ ὀφφικιαλίων... καὶ περὶ τῶν ὀφφικίων, 172, 7-12)
Πηγές
επεξεργασία- ἀνάκαρον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)