Δείτε επίσης: ανάκαρο

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀνάκαρον τὰ ἀνάκαρ
      γενική τοῦ ἀνακάρου τῶν ἀνακάρων
      δοτική τῷ ἀνακάρ τοῖς ἀνακάροις
    αιτιατική τὸ ἀνάκαρον τὰ ἀνάκαρ
     κλητική ! ἀνάκαρον ἀνάκαρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνακάρω
γεν-δοτ τοῖν  ἀνακάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνάκαρον < αραβική نقّارة (naqqāra, τύμπανο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνάκαρον ουδέτερο

  • τύμπανο, ανάκαρο
    Ἐτοιμασθέντος οὖν καὶ καβαλλικεύσαντος τοῦ βασιλέως, οἱ ἀνακαρισταὶ κρούουσι τὰ ἀνάκαρα, σαλπίζουσι δὲ καὶ οἱ σαλπιγκταὶ ὁμοίως καὶ οἱ βυκινάτορες δι' ὀργάνων ἀργυρῶν. (Γεώργιος Κωδινός, Περὶ ὀφφικιαλίων... καὶ περὶ τῶν ὀφφικίων, 172, 7-12)