ἀμαθαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀμαθαίνω
- ἣ ἂν τὸ μὲν ἑκούσιον ψεῦδος μισῇ........, τὸ δ᾽ ἀκούσιον εὐκόλως προσδέχηται καὶ ἀμαθαίνουσά που ἁλισκομένη μὴ ἀγανακτῇ: η οποία το εκούσιο ψέμα μισεί,.. αλλά ευκόλως αποδέχεται το ακούσιον και ούτε στενοχωρείται πολύ όταν αποκαλύπτεται η αμάθειά της (Πολιτεία Πλάτωνος, 7ο Βιβλίο, 535ε, απόδοση Ι. Γρυπάρη)