Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀμαθής τὸ ἀμαθές οἱ, αἱ ἀμαθεῖς τὰ ἀμαθ
Γενική τοῦ, τῆς ἀμαθοῦς τοῦ ἀμαθοῦς τῶν ἀμαθῶν τῶν ἀμαθῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἀμαθεῖ τῷ ἀμαθεῖ τοῖς, ταῖς ἀμαθέσι(ν) τοῖς ἀμαθέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀμαθ τὸ ἀμαθές τοὺς, τὰς ἀμαθεῖς τὰ ἀμαθ
Κλητική ἀμαθές ἀμαθές ἀμαθεῖς ἀμαθ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀμαθεῖ
Γενική-Δοτική ἀμαθοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμαθής < ἀ- στερητικό + θέμα μαθ- (μανθάνω) + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀμαθής

  1. που δεν γνωρίζει κάτι
  2. αμόρφωτος, αγροίκος
  3. (με παθητική διάθεση) που δεν έχει κοινοποιηθεί ακόμα