ἀμαθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀμαθής | τὸ ἀμαθές | οἱ, αἱ ἀμαθεῖς | τὰ ἀμαθῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀμαθοῦς | τοῦ ἀμαθοῦς | τῶν ἀμαθῶν | τῶν ἀμαθῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀμαθεῖ | τῷ ἀμαθεῖ | τοῖς, ταῖς ἀμαθέσι(ν) | τοῖς ἀμαθέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀμαθῆ | τὸ ἀμαθές | τοὺς, τὰς ἀμαθεῖς | τὰ ἀμαθῆ |
Κλητική | ἀμαθές | ἀμαθές | ἀμαθεῖς | ἀμαθῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀμαθεῖ | |||
Γενική-Δοτική | ἀμαθοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀμαθής
- που δεν γνωρίζει κάτι
- αμόρφωτος, αγροίκος
- (με παθητική διάθεση) που δεν έχει κοινοποιηθεί ακόμα
Πηγές
επεξεργασία- ἀμαθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμαθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.