ἄν
(Ανακατεύθυνση από ἂν)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαἄν
- δυνητικό, αοριστολογικό και υποθετικό μόριο που αρχικά ήταν επίρρημα και στη συνέχεια έπαιξε το ρόλο συνδέσμου
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἐάν
- ἤν
- (ποιητικός τύπος) κεν
- δωρικός τύπος κα