Δείτε επίσης: αβγατίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβγατίζω < μεσαιωνική ελληνική ἐβγατίζω < *ἐβγατ(ός) + -ίζω < ελληνιστική κοινή ἐκβατός (που συντελείται) (με αντιμετάθεση φθόγγων) < αρχαία ελληνική ἐκβαίνω[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αβγατίζω

ἀβγατίζω (και σήμερα σε χρήση)

  1. (μεταβατικό) αυξάνω, μεγαλώνω κάτι
  2. (μεταβατικό) αποφέρω κέρδος σε κάποιον
    ※  14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 165 (164-166) @anemi.lib.uoc.gr
    ἄτυχε, κακορρίζικε καὶ κακονοικοκύρη,
    τί σε βγατίζουν οἱ λαγοί, τί σε φελοῦν οἱ σκύλοι,
    οἱ λαγωνάροι, τοὺς κρατεῖς, ὁποὖν καλοί σου φίλοι·
    Αφήγησις παράξενος /Stefanos Sahlikis i evo stihotborenie ; iszlbdovanie S. D. Papadimitriu, (επιμ.), Odessa :typ. Ekonomitseskaja, 1896.
  3. (αμετάβατο) προοδεύω, ευημερώ
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Θεωρῶντα οἱ Γενουβίσοι ὅτι δὲν εὐγατίζουν οὐδὲ μὲ τὰ μάγγανά τους, οὐδὲ μὲ τοὺς πολέμους τους, οὐδὲ μὲ τ ̓ ἄλογά τους, ἀφῆκαν τὸν τόπον καὶ μὲ μεγάλην ἀνάγκην ἐπῆγαν εἰς τὴν Λευκοσίαν, καὶ μὲ τοὺς Βουργάρους ἐμήνυσαν το τοῦ ρηγὸς καὶ τοῦ ἀμιράλη εἰς τὴν ̓Αμμόχουστον.
  4. (αμετάβατο) κερδίζω σε παιχνίδι
    ※  14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Γραφαί και στίχοι και ερμηνείαι κυρού Στεφάνου του Σαχλήκη, στίχ. 176 (176-177) @anemi.lib.uoc.gr
    ὁ μάστορας ὁ ζαριστὴς πιστεύγει νὰ εὐγατίσῃ,
    καὶ μὲ τὸ κέρδος τὸ κακὸν ἐλπίζει νὰ πλουτήσῃ.
    Σαχλίκης Στέφανος, Γραφαί και στίχοι και ερμηνείαι κυρού Στεφάνου του Σαχλήκη, (επιμ.) Wagner G., Carmina graeca medii aevi, Λειψία 1874, σελ. 62-78.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία