ωροσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωροσκοπία < (ελληνιστική κοινή) ὡροσκοπία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωροσκοπία θηλυκό
- η πρόβλεψη του μέλλοντος με τη μελέτη του ωροσκόπιου ενός ανθρώπου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωροσκοπία
|