Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψύλληθρο τα ψύλληθρα
      γενική του ψύλληθρου των ψύλληθρων
    αιτιατική το ψύλληθρο τα ψύλληθρα
     κλητική ψύλληθρο ψύλληθρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ψύλληθρο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψύλληθρο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψύλληθρο ουδέτερο

  • (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Dittrichia viscosa (συνώνυμο Insula viscosa) στην Κεφαλλονιά και τη Μεσσηνία.[1]
    ※  Κρίμα τα καλά χωράφια, πώχουν ψύλληθρα κι αγκάθια (κεφαλλονίτικη παροιμία)[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία