ψύλληθρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψύλληθρο | τα | ψύλληθρα |
γενική | του | ψύλληθρου | των | ψύλληθρων |
αιτιατική | το | ψύλληθρο | τα | ψύλληθρα |
κλητική | ψύλληθρο | ψύλληθρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψύλληθρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψύλληθρο ουδέτερο
- (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Dittrichia viscosa (συνώνυμο Insula viscosa) στην Κεφαλλονιά και τη Μεσσηνία.[1]
- ※ Κρίμα τα καλά χωράφια, πώχουν ψύλληθρα κι αγκάθια (κεφαλλονίτικη παροιμία)[1]
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψύλληθρο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 ⌘ Πολίτης, Νικόλαος Γ. (1899). Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού, Παροιμίαι. τ. 1. Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου σελ.256