↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωμομαντίλα οι ψωμομαντίλες
      γενική της ψωμομαντίλας
    αιτιατική την ψωμομαντίλα τις ψωμομαντίλες
     κλητική ψωμομαντίλα ψωμομαντίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωμομαντίλα < ψωμο- + μαντίλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψωμομαντίλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)