Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψωματάρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ψωματάρ
ης
οι
ψωματάρ
ηδες
γενική
του
ψωματάρ
η
των
ψωματάρ
ηδων
αιτιατική
τον
ψωματάρ
η
τους
ψωματάρ
ηδες
κλητική
ψωματάρ
η
ψωματάρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψωματάρης
αρσενικό
ο
ψεύτης
Συγγενικά
επεξεργασία
ψώμα