• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ψωλόχυμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωλόχυμα τα ψωλοχύματα
      γενική του ψωλοχύματος των ψωλοχυμάτων
    αιτιατική το ψωλόχυμα τα ψωλοχύματα
     κλητική ψωλόχυμα ψωλοχύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωλόχυμα < ψωλή + χύσι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψωλόχυμα ουδέτερο

  • (χυδαίο) σπέρμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψωλόχυμα&oldid=5553112"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Απριλίου 2022, στις 15:02

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Απριλίου 2022, στις 15:02.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας