Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψωλόχυμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψωλόχυμα
τα
ψωλοχύμα
τ
α
γενική
του
ψωλοχύμα
τ
ος
των
ψωλοχυμά
τ
ων
αιτιατική
το
ψωλόχυμα
τα
ψωλοχύμα
τ
α
κλητική
ψωλόχυμα
ψωλοχύμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψωλόχυμα
<
ψωλή
+
χύσι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψωλόχυμα
ουδέτερο
(
χυδαίο
)
σπέρμα