↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοπαίδα οι ψυχοπαίδες
      γενική της ψυχοπαίδας
    αιτιατική την ψυχοπαίδα τις ψυχοπαίδες
     κλητική ψυχοπαίδα ψυχοπαίδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχοπαίδα < ψυχοπαίδι +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχοπαίδα θηλυκό (λαϊκότροπο)

  1. η ψυχοκόρη
  2. η υπηρέτρια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία