ψυχολόγημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχολόγημα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψυχολογώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχολόγημα
|
ψυχολόγημα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
|