ψυχαναλύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχαναλύω < ψυχανάλυση. Αναλύεται ψυχ- + αναλύω
Ρήμα
επεξεργασίαψυχαναλύω, πρτ.: ψυχανέλυα, στ.μέλλ.: θα ψυχαναλήσω, αόρ.: ψυχανέλυσα και ψυχανάλυσα, παθ.φωνή: ψυχαναλύομαι, μτχ.π.π.: ψυχαναλυμένος
- ασκώ το επάγγελμα του ψυχαναλυτή
- αναλύω και ανάγω σε βασικές αρχές τα ψυχολογικά προβλήματα ενός ατόμου είτε επαγγελματικά (ως ψυχαναλυτής) είτε ερασιτεχνικά
- (ειρωνικό) αναλύω κάτι σε υπερβολικό βαθμό, "το κουράζω"
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυχαναλύω | ψυχανέλυα | θα ψυχαναλύω | να ψυχαναλύω | ψυχαναλύοντας | |
β' ενικ. | ψυχαναλύεις | ψυχανέλυες | θα ψυχαναλύεις | να ψυχαναλύεις | ψυχανάλυε | |
γ' ενικ. | ψυχαναλύει | ψυχανέλυε | θα ψυχαναλύει | να ψυχαναλύει | ||
α' πληθ. | ψυχαναλύουμε | ψυχαναλύαμε | θα ψυχαναλύουμε | να ψυχαναλύουμε | ||
β' πληθ. | ψυχαναλύετε | ψυχαναλύατε | θα ψυχαναλύετε | να ψυχαναλύετε | ψυχαναλύετε | |
γ' πληθ. | ψυχαναλύουν(ε) | ψυχανέλυαν ψυχαναλύαν(ε) |
θα ψυχαναλύουν(ε) | να ψυχαναλύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψυχανέλυσα | θα ψυχαναλύσω | να ψυχαναλύσω | ψυχαναλύσει | ||
β' ενικ. | ψυχανέλυσες | θα ψυχαναλύσεις | να ψυχαναλύσεις | ψυχανάλυσε | ||
γ' ενικ. | ψυχανέλυσε | θα ψυχαναλύσει | να ψυχαναλύσει | |||
α' πληθ. | ψυχαναλύσαμε | θα ψυχαναλύσουμε | να ψυχαναλύσουμε | |||
β' πληθ. | ψυχαναλύσατε | θα ψυχαναλύσετε | να ψυχαναλύσετε | ψυχαναλύστε | ||
γ' πληθ. | ψυχανέλυσαν ψυχαναλύσαν(ε) |
θα ψυχαναλύσουν(ε) | να ψυχαναλύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψυχαναλύσει | είχα ψυχαναλύσει | θα έχω ψυχαναλύσει | να έχω ψυχαναλύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψυχαναλύσει | είχες ψυχαναλύσει | θα έχεις ψυχαναλύσει | να έχεις ψυχαναλύσει | έχε ψυχαναλυμένο | |
γ' ενικ. | έχει ψυχαναλύσει | είχε ψυχαναλύσει | θα έχει ψυχαναλύσει | να έχει ψυχαναλύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυχαναλύσει | είχαμε ψυχαναλύσει | θα έχουμε ψυχαναλύσει | να έχουμε ψυχαναλύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψυχαναλύσει | είχατε ψυχαναλύσει | θα έχετε ψυχαναλύσει | να έχετε ψυχαναλύσει | έχετε ψυχαναλυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ψυχαναλύσει | είχαν ψυχαναλύσει | θα έχουν ψυχαναλύσει | να έχουν ψυχαναλύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ψυχαναλυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ψυχαναλυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ψυχαναλυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ψυχαναλυμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψυχαναλύομαι | ψυχαναλυόμουν(α) | θα ψυχαναλύομαι | να ψυχαναλύομαι | ||
β' ενικ. | ψυχαναλύεσαι | ψυχαναλυόσουν(α) | θα ψυχαναλύεσαι | να ψυχαναλύεσαι | (ψυχαναλύου) | |
γ' ενικ. | ψυχαναλύεται | ψυχαναλυόταν(ε) | θα ψυχαναλύεται | να ψυχαναλύεται | ||
α' πληθ. | ψυχαναλυόμαστε | ψυχαναλυόμαστε ψυχαναλυόμασταν |
θα ψυχαναλυόμαστε | να ψυχαναλυόμαστε | ||
β' πληθ. | ψυχαναλύεστε | ψυχαναλυόσαστε ψυχαναλυόσασταν |
θα ψυχαναλύεστε | να ψυχαναλύεστε | (ψυχαναλύεστε) | |
γ' πληθ. | ψυχαναλύονται | ψυχαναλύονταν ψυχαναλυόντουσαν |
θα ψυχαναλύονται | να ψυχαναλύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψυχαναλύθηκα | θα ψυχαναλυθώ | να ψυχαναλυθώ | ψυχαναλυθεί | ||
β' ενικ. | ψυχαναλύθηκες | θα ψυχαναλυθείς | να ψυχαναλυθείς | ψυχαναλύσου | ||
γ' ενικ. | ψυχαναλύθηκε | θα ψυχαναλυθεί | να ψυχαναλυθεί | |||
α' πληθ. | ψυχαναλυθήκαμε | θα ψυχαναλυθούμε | να ψυχαναλυθούμε | |||
β' πληθ. | ψυχαναλυθήκατε | θα ψυχαναλυθείτε | να ψυχαναλυθείτε | ψυχαναλυθείτε | ||
γ' πληθ. | ψυχαναλύθηκαν ψυχαναλυθήκαν(ε) |
θα ψυχαναλυθούν(ε) | να ψυχαναλυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψυχαναλυθεί | είχα ψυχαναλυθεί | θα έχω ψυχαναλυθεί | να έχω ψυχαναλυθεί | ψυχαναλυμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψυχαναλυθεί | είχες ψυχαναλυθεί | θα έχεις ψυχαναλυθεί | να έχεις ψυχαναλυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψυχαναλυθεί | είχε ψυχαναλυθεί | θα έχει ψυχαναλυθεί | να έχει ψυχαναλυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυχαναλυθεί | είχαμε ψυχαναλυθεί | θα έχουμε ψυχαναλυθεί | να έχουμε ψυχαναλυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψυχαναλυθεί | είχατε ψυχαναλυθεί | θα έχετε ψυχαναλυθεί | να έχετε ψυχαναλυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυχαναλυθεί | είχαν ψυχαναλυθεί | θα έχουν ψυχαναλυθεί | να έχουν ψυχαναλυθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχαναλύω