Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψιχαλίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ψιχαλίδ
α
οι
ψιχαλίδ
ες
γενική
της
ψιχαλίδ
ας
των
ψιχαλίδ
ων
αιτιατική
την
ψιχαλίδ
α
τις
ψιχαλίδ
ες
κλητική
ψιχαλίδ
α
ψιχαλίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψιχαλίδα
θηλυκό
ψιλή
βροχή
,
ψιχάλα
Συγγενικά
επεξεργασία
ψιχαλίζω