Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψηλαρμένισμα τα ψηλαρμενίσματα
      γενική του ψηλαρμενίσματος των ψηλαρμενισμάτων
    αιτιατική το ψηλαρμένισμα τα ψηλαρμενίσματα
     κλητική ψηλαρμένισμα ψηλαρμενίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηλαρμένισμα < ψηλαρμενίζω + -σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψηλαρμένισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψηλαρμενίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία