• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ψηλέας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψηλέας οι ψηλέες
      γενική του ψηλέα των ψηλέων
    αιτιατική τον ψηλέα τους ψηλέες
     κλητική ψηλέα ψηλέες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηλέας < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψηλέας αρσενικό

  • (σκωπτικό) ψηλός και λεπτός άνθρωπος

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ψηλός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ψηλέας

→ δείτε τη λέξη ψηλός

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψηλέας&oldid=5641263"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 06:55

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 06:55.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας