↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευτοκουλτουριάρα οι ψευτοκουλτουριάρες
      γενική της ψευτοκουλτουριάρας
    αιτιατική την ψευτοκουλτουριάρα τις ψευτοκουλτουριάρες
     κλητική ψευτοκουλτουριάρα ψευτοκουλτουριάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευτοκουλτουριάρα < πρόθημα ψευτο- + ουσιαστικό κουλτουριάρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευτοκουλτουριάρα αρσενικό


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία