ψευτοκουλτουριάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευτοκουλτουριάρα | οι | ψευτοκουλτουριάρες |
γενική | της | ψευτοκουλτουριάρας | — | |
αιτιατική | την | ψευτοκουλτουριάρα | τις | ψευτοκουλτουριάρες |
κλητική | ψευτοκουλτουριάρα | ψευτοκουλτουριάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευτοκουλτουριάρα < πρόθημα ψευτο- + ουσιαστικό κουλτουριάρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευτοκουλτουριάρα αρσενικό
- αυτή που "το παίζει" διανοούμενη, που παριστάνει την διανοούμενη
Συγγενικά επεξεργασία
- ψευτοκουλτουριάρης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευτοκουλτουριάρα
|