↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευδοσυσχέτιση οι ψευδοσυσχετίσεις
      γενική της ψευδοσυσχέτισης* των ψευδοσυσχετίσεων
    αιτιατική την ψευδοσυσχέτιση τις ψευδοσυσχετίσεις
     κλητική ψευδοσυσχέτιση ψευδοσυσχετίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψευδοσυσχετίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδοσυσχέτιση < ψευδο- + συσχέτιση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευδοσυσχέτιση θηλυκό

  1. (μαθηματικά, στατιστική) η εσφαλμένη συσχετική θεώρηση των ψευδοσυμμεταβλητών (μεταβλητών που δεν σχετίζονται)
  2. (γενικότερα) εσφαλμένα θεωρούμενη συσχέτιση

Συνώνυμα

επεξεργασία