ψευδοσυσχέτιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευδοσυσχέτιση | οι | ψευδοσυσχετίσεις |
γενική | της | ψευδοσυσχέτισης* | των | ψευδοσυσχετίσεων |
αιτιατική | την | ψευδοσυσχέτιση | τις | ψευδοσυσχετίσεις |
κλητική | ψευδοσυσχέτιση | ψευδοσυσχετίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψευδοσυσχετίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψευδοσυσχέτιση θηλυκό
- (μαθηματικά, στατιστική) η εσφαλμένη συσχετική θεώρηση των ψευδοσυμμεταβλητών (μεταβλητών που δεν σχετίζονται)
- (γενικότερα) εσφαλμένα θεωρούμενη συσχέτιση