ψαροτουφεκάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαροτουφεκάς < ψαροτούφεκο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψαροτουφεκάς αρσενικό και ψαροντουφεκάς
- δύτης εξοπλισμένος με ψαροτούφεκο για υποβρύχιο ψάρεμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψαροτουφεκάς
|