ψαμαθίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ψαμαθίς | αἱ | ψαμαθῖδες |
γενική | τῆς | ψαμαθῖδος | τῶν | ψαμαθίδων |
δοτική | τῇ | ψαμαθῖδῐ | ταῖς | ψαμαθῖσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ψαμαθῖδᾰ | τὰς | ψαμαθῖδᾰς |
κλητική ὦ! | ψαμαθίς* | ψαμαθῖδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψαμαθῖδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψαμαθίδοιν | ||
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψαμαθίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψαμαθίς, -ῖδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ψαμαθίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.