Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωρονομία οι χωρονομίες
      γενική της χωρονομίας των χωρονομιών
    αιτιατική τη χωρονομία τις χωρονομίες
     κλητική χωρονομία χωρονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωρονομία < χώρος και νέμω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωρονομία θηλυκό

  • ο σχεδιασμός σε ένα περιβάλλον με σεβασμό στα οικοσυστήματά του όταν κρίνεται αναγκαίο να αναπτυχθεί εκεί μια ανθρώπινη δραστηριότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία