↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρωμοφωτογραφία οι χρωμοφωτογραφίες
      γενική της χρωμοφωτογραφίας των χρωμοφωτογραφιών
    αιτιατική τη χρωμοφωτογραφία τις χρωμοφωτογραφίες
     κλητική χρωμοφωτογραφία χρωμοφωτογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωμοφωτογραφία < χρωμο- + φωτογραφία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρωμοφωτογραφία θηλυκό

  1. (παρωχημένο, φωτογραφία) η έγχρωμη φωτογράφηση
  2. (παρωχημένο, φωτογραφία) η έγχρωμη φωτογραφία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • χρωμοφωτογραφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)