χρυσοχέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρυσοχέρα | οι | χρυσοχέρες |
γενική | της | χρυσοχέρας | — | |
αιτιατική | τη | χρυσοχέρα | τις | χρυσοχέρες |
κλητική | χρυσοχέρα | χρυσοχέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρυσοχέρα < (ελληνιστική κοινή) χρυσόχειρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσοχέρα θηλυκό (και αρσενικό χρυσοχέρης)
- η πολύ ικανή, η πολύ προκομένη, που ό,τι καταπιάνεται να φτιάξει, το κάνει θαυμάσιο
- που ό,τι πιάνει, γίνεται χρυσός, που είναι γουρλού
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσοχέρα
|