Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρυσοχέρα οι χρυσοχέρες
      γενική της χρυσοχέρας
    αιτιατική τη χρυσοχέρα τις χρυσοχέρες
     κλητική χρυσοχέρα χρυσοχέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσοχέρα < (ελληνιστική κοινή) χρυσόχειρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσοχέρα θηλυκό (και αρσενικό χρυσοχέρης)

  1. η πολύ ικανή, η πολύ προκομένη, που ό,τι καταπιάνεται να φτιάξει, το κάνει θαυμάσιο
  2. που ό,τι πιάνει, γίνεται χρυσός, που είναι γουρλού

  Μεταφράσεις επεξεργασία