Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρυσαυγίτης οι χρυσαυγίτες
      γενική του χρυσαυγίτη των χρυσαυγιτών
    αιτιατική τον χρυσαυγίτη τους χρυσαυγίτες
     κλητική χρυσαυγίτη χρυσαυγίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσαυγίτης < Χρυσή Αυγή + -ίτης (για το θηλυκό: -ίτισσα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσαυγίτης αρσενικό

  • (πολιτική): πολιτικός οπαδός, υποστηρικτής, ή βουλευτής της Χρυσής Αυγής

  Μεταφράσεις επεξεργασία