↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονοδρομολόγηση οι χρονοδρομολογήσεις
      γενική της χρονοδρομολόγησης* των χρονοδρομολογήσεων
    αιτιατική τη χρονοδρομολόγηση τις χρονοδρομολογήσεις
     κλητική χρονοδρομολόγηση χρονοδρομολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονοδρομολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρονοδρομολόγηση < χρονο- + δρομολόγηση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scheduling)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρονοδρομολόγηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία