χρονοδρομολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρονοδρομολόγηση | οι | χρονοδρομολογήσεις |
γενική | της | χρονοδρομολόγησης* | των | χρονοδρομολογήσεων |
αιτιατική | τη | χρονοδρομολόγηση | τις | χρονοδρομολογήσεις |
κλητική | χρονοδρομολόγηση | χρονοδρομολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονοδρομολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρονοδρομολόγηση < χρονο- + δρομολόγηση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scheduling)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρονοδρομολόγηση θηλυκό
- η διαδικασία οργάνωσης, διαχείρισης και εκχώρησης χρονικών διαστημάτων για την εκτέλεση διαφόρων δραστηριοτήτων ή εργασιών με σκοπό την αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων και την ελαχιστοποίηση των καθυστερήσεων
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρονοδρομολόγηση