χλωρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χλωρότης | αἱ | χλωρότητες | ||||
γενική | τῆς | χλωρότητος | τῶν | χλωροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | χλωρότητῐ | ταῖς | χλωρότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | χλωρότητᾰ | τὰς | χλωρότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | χλωρότης | χλωρότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χλωρότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χλωροτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλωρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χλωρό(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλωρότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- χλωρότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χλωρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.