χλιαρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χλιαροτητ- | |||||
ονομαστική | ἡ | χλιαρότης | αἱ | χλιαρότητες | |
γενική | τῆς | χλιαρότητος | τῶν | χλιαροτήτων | |
δοτική | τῇ | χλιαρότητῐ | ταῖς | χλιαρότησῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | χλιαρότητᾰ | τὰς | χλιαρότητᾰς | |
κλητική ὦ! | χλιαρότης | χλιαρότητες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χλιαρότητε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χλιαροτήτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλιαρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χλιαρό(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλιαρότης θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η ιδιότητα του χλιαρού
Πηγές
επεξεργασία- χλιαρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.