Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χλιαροτητ-
ονομαστική χλιαρότης αἱ χλιαρότητες
      γενική τῆς χλιαρότητος τῶν χλιαροτήτων
      δοτική τῇ χλιαρότητ ταῖς χλιαρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν χλιαρότητ τὰς χλιαρότητᾰς
     κλητική ! χλιαρότης χλιαρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χλιαρότητε
γεν-δοτ τοῖν  χλιαροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλιαρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χλιαρό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλιαρότης θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία