↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλίδα οι χλίδες
      γενική της χλίδας των χλιδών
    αιτιατική τη χλίδα τις χλίδες
     κλητική χλίδα χλίδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλίδα < χλιδή (ίσως επειδή ακούγεται λόγιο ή ακούγεται μεγεθυμένο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χλίδα θηλυκό

  • (σκωπτικό) η χλιδή
    ※  Γενικώς στο Ντουμπάϊ παθαίνεις overdose εξελιγμένης τεχνολογίας, εξυπηρέτησης, lux τρόπου ζωής, καλών εστιατορίων, χλίδας και... ζέστης. (εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 11.06.2022 [1])
    ※  Βίντεο όλο... χλίδα από τις φυλακές Κορυδαλλού: Πάρτι, αλκοόλ και «χαρτοπόλεμος» μετρητών CNN, 23 Μαρτίου 2019, [2])

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία