πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλίδα οι χλίδες
      γενική της χλίδας των χλιδών
    αιτιατική τη χλίδα τις χλίδες
     κλητική χλίδα χλίδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χλίδα < χλιδή (ίσως επειδή ακούγεται λόγιο ή ακούγεται μεγεθυμένο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χλίδα θηλυκό

  • (σκωπτικό, ανεπίσημο) η χλιδή
      Γενικώς στο Ντουμπάϊ παθαίνεις overdose εξελιγμένης τεχνολογίας, εξυπηρέτησης, lux τρόπου ζωής, καλών εστιατορίων, χλίδας και... ζέστης. (εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 11.06.2022 )
      Βίντεο όλο... χλίδα από τις φυλακές Κορυδαλλού: Πάρτι, αλκοόλ και «χαρτοπόλεμος» μετρητών CNN, 23 Μαρτίου 2019, )
      Άμα έχεις γκαφρά, και να πεθάνεις σαν άνθρωπος μπορείς και να σου ράψουν χλίδα την ξύλινη παλτουδιά στο τέλος και να σε ψάλει κι ο αρχιεπίσκοπος (Πέλα Σουλτάτου, Ανκόρ, εκδ. Κοστανιώτη, 2015)

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία