χηναλωπεκιδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χηναλωπεκιδεύς | οἱ | χηναλωπεκιδεῖς | ||||
γενική | τοῦ | χηναλωπεκιδέως | τῶν | χηναλωπεκιδέων | ||||
δοτική | τῷ | χηναλωπεκιδεῖ | τοῖς | χηναλωπεκιδεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | χηναλωπεκιδέᾱ | τοὺς | χηναλωπεκιδέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | χηναλωπεκιδεῦ | χηναλωπεκιδεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χηναλωπεκιδεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χηναλωπεκιδέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χηναλωπεκιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χηναλώπεκ(ος) + -ιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχηναλωπεκιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- χηναλωπεκιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.