χειροδρέπανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χειροδρέπανο | τα | χειροδρέπανα |
γενική | του | χειροδρέπανου & χειροδρεπάνου |
των | χειροδρέπανων & χειροδρεπάνων |
αιτιατική | το | χειροδρέπανο | τα | χειροδρέπανα |
κλητική | χειροδρέπανο | χειροδρέπανα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειροδρέπανο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειροδρέπανο ουδέτερο
- είδος δρεπανιού το οποίο χρησιμοποιείται με το ένα χέρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειροδρέπανο
|