χειλού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειλού | οι | χειλούδες |
γενική | της | χειλούς | των | χειλούδων |
αιτιατική | τη | χειλού | τις | χειλούδες |
κλητική | χειλού | χειλούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειλού < χειλάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειλού θηλυκό
- γυναίκα με έντονα, μεγάλα χείλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειλού
|