χασίκλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χασίκλας | οι | χασίκλες |
γενική | του | χασίκλα | των | χασικλών |
αιτιατική | τον | χασίκλα | τους | χασίκλες |
κλητική | χασίκλα | χασίκλες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χασίκλας < χασικλ(ής) + μεγεθυντικό -ας[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχασίκλας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία χασίκλας
|
- ↑ χασίκλας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας