Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτοθήκη οι χαρτοθήκες
      γενική της χαρτοθήκης των χαρτοθηκών
    αιτιατική τη χαρτοθήκη τις χαρτοθήκες
     κλητική χαρτοθήκη χαρτοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοθήκη < χαρτ(ί) + ο + -θήκη
 
χαρτοθήκη για χαρτί κουζίνας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοθήκη θηλυκό

  1. θήκη για τοποθέτηση ρολού (ή ρολών) χαρτιού υγείας ή κουζίνας
  2. (γενικότερα) κάθε θήκη για χαρτιά
    → δείτε τη λέξη χαρτοθέτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία