χαρτοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαρτοθήκη θηλυκό
- θήκη για τοποθέτηση ρολού (ή ρολών) χαρτιού υγείας ή κουζίνας
- (γενικότερα) κάθε θήκη για χαρτιά
- → δείτε τη λέξη χαρτοθέτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρτοθήκη
|