πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρεκές οι χαρεκέδες
      γενική του χαρεκέ των χαρεκέδων
    αιτιατική τον χαρεκέ τους χαρεκέδες
     κλητική χαρεκέ χαρεκέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χαρεκέδες σε αραβική γραφή (με μπλέ)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαρεκές αρσενικό

  • (διακριτικό σημάδι) ορθογραφικό φωνητικό σημείο του αραβικού και του αραβοπερσικού αλφαβήτου που υποδεικνύει τη προφορά του γράμματος, πάνω ή κάτω από το οποίο τοποθετείται
      Πᾶν γράμμα συλλαβιζόμενον μὲ χαρεκὲ ὀνομάζεται κινητόν. Ἠρεμοῦν δὲ καλεῖται τὸ γράμμα, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει χαρεκὲ,... (Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης, Οθωμανική Γραμματική', Κωνσταντινούπολη, 1874)
  • Χλωρός, Ιωάννης (1899). Λεξικόν τουρκο-ελληνικόν, Τόμος Α. Κωνσταντινούπολη: Πατριαρχικό Τυπογραφείο.