Δείτε επίσης: χατζής, Χαντζής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαντζής οι χαντζήδες
      γενική του χαντζή των χαντζήδων
    αιτιατική τον χαντζή τους χαντζήδες
     κλητική χαντζή χαντζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαντζής < χανιτζής με συγκοπή του "ι"

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xanˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χα‐ντζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαντζής αρσενικό

  • ιδιοκτήτης χανιού (πανδοχείου του 19ου αιώνα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία