Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαλβαδοποιία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
χαλβαδοποιί
α
οι
χαλβαδοποιί
ες
γενική
της
χαλβαδοποιί
ας
των
χαλβαδοποιι
ών
αιτιατική
τη
χαλβαδοποιί
α
τις
χαλβαδοποιί
ες
κλητική
χαλβαδοποιί
α
χαλβαδοποιί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαλβαδοποιία
<
χαλβάς
+
-ποιία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαλβαδοποιία
θηλυκό
η
επιχείρηση
(με τις εγκαταστάσεις της) που φτιάχνει
χαλβά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαλβαδοποιία