Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλβάδιασμα τα χαλβαδιάσματα
      γενική του χαλβαδιάσματος των χαλβαδιασμάτων
    αιτιατική το χαλβάδιασμα τα χαλβαδιάσματα
     κλητική χαλβάδιασμα χαλβαδιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλβάδιασμα < χαλβαδιάζω + -σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλβάδιασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαλβαδιάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία