Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλβαδιάζω < χαλβάς (πληθυντικός χαλβάδες) + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

χαλβαδιάζω

  • κοιτάζω, παρατηρώ κάτι που το θέλω πολύ

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία