χαλβαδιάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
χαλβαδιάζω
- κοιτάζω, παρατηρώ κάτι που το θέλω πολύ
Συνώνυμα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαλβαδιάζω | χαλβάδιαζα | θα χαλβαδιάζω | να χαλβαδιάζω | χαλβαδιάζοντας | |
β' ενικ. | χαλβαδιάζεις | χαλβάδιαζες | θα χαλβαδιάζεις | να χαλβαδιάζεις | χαλβάδιαζε | |
γ' ενικ. | χαλβαδιάζει | χαλβάδιαζε | θα χαλβαδιάζει | να χαλβαδιάζει | ||
α' πληθ. | χαλβαδιάζουμε | χαλβαδιάζαμε | θα χαλβαδιάζουμε | να χαλβαδιάζουμε | ||
β' πληθ. | χαλβαδιάζετε | χαλβαδιάζατε | θα χαλβαδιάζετε | να χαλβαδιάζετε | χαλβαδιάζετε | |
γ' πληθ. | χαλβαδιάζουν(ε) | χαλβάδιαζαν χαλβαδιάζαν(ε) |
θα χαλβαδιάζουν(ε) | να χαλβαδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαλβάδιασα | θα χαλβαδιάσω | να χαλβαδιάσω | χαλβαδιάσει | ||
β' ενικ. | χαλβάδιασες | θα χαλβαδιάσεις | να χαλβαδιάσεις | χαλβάδιασε | ||
γ' ενικ. | χαλβάδιασε | θα χαλβαδιάσει | να χαλβαδιάσει | |||
α' πληθ. | χαλβαδιάσαμε | θα χαλβαδιάσουμε | να χαλβαδιάσουμε | |||
β' πληθ. | χαλβαδιάσατε | θα χαλβαδιάσετε | να χαλβαδιάσετε | χαλβαδιάστε | ||
γ' πληθ. | χαλβάδιασαν χαλβαδιάσαν(ε) |
θα χαλβαδιάσουν(ε) | να χαλβαδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαλβαδιάσει | είχα χαλβαδιάσει | θα έχω χαλβαδιάσει | να έχω χαλβαδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαλβαδιάσει | είχες χαλβαδιάσει | θα έχεις χαλβαδιάσει | να έχεις χαλβαδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαλβαδιάσει | είχε χαλβαδιάσει | θα έχει χαλβαδιάσει | να έχει χαλβαδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαλβαδιάσει | είχαμε χαλβαδιάσει | θα έχουμε χαλβαδιάσει | να έχουμε χαλβαδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαλβαδιάσει | είχατε χαλβαδιάσει | θα έχετε χαλβαδιάσει | να έχετε χαλβαδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαλβαδιάσει | είχαν χαλβαδιάσει | θα έχουν χαλβαδιάσει | να έχουν χαλβαδιάσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαλβαδιάζω
|