χίπικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χίπικα < χίπικος + -α < χίπης < αγγλική hippie < hipster < hip + -ster < μέση αγγλική hipe, hupe < αγγλοσαξονικά hype < πρωτογερμανική *hupiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewb- < *ḱew- (λυγίζω, κάμπτω)
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
χίπικα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χίπικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χίπικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χίπικος