χάρτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χάρτα | οι | χάρτες |
γενική | της | χάρτας | των | χαρτών |
αιτιατική | τη | χάρτα | τις | χάρτες |
κλητική | χάρτα | χάρτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάρτα < αρχαία ελληνική χάρτης αλλά με την επίδραση του λατινικού charta
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάρτα θηλυκό
- ο χάρτης
- Η χάρτα του Ρήγα Βελεστινλή για την Ελλάδα
- μια σημαντική διακήρυξη
- η Magna Charta, η Μεγάλη Χάρτα του 1215, ένα σπουδαίο βήμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα την εποχή εκεινη
- η χάρτα του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χάρτα
|