χάδεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάδεμα | τα | χαδέματα |
γενική | του | χαδέματος | των | χαδεμάτων |
αιτιατική | το | χάδεμα | τα | χαδέματα |
κλητική | χάδεμα | χαδέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάδεμα ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη χάιδεμα