Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φύτουλας οι φύτουλες
      γενική του φύτουλα των φύτουλων
    αιτιατική τον φύτουλα τους φύτουλες
     κλητική φύτουλα φύτουλες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύτουλας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύτουλας αρσενικό

  • (οικείο) (συνήθως για μαθητή ή φοιτητή) που δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα πέρα από τις σπουδές του

άλλη μορφή του: φυτό

  Μεταφράσεις επεξεργασία