Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοτεχνία οι φωτοτεχνίες
      γενική της φωτοτεχνίας των φωτοτεχνιών
    αιτιατική τη φωτοτεχνία τις φωτοτεχνίες
     κλητική φωτοτεχνία φωτοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοτεχνία < φωτο- + -τεχνία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοτεχνία θηλυκό

  • η επιστήμη για το φωτισμό χώρων

  Μεταφράσεις επεξεργασία