φωτοπολλαπλασιαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοπολλαπλασιαστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοπολλαπλασιαστής αρσενικό
- (ηλεκτρονική) ανιχνευτής ηλεκτρονμαγνητικής ακτινοβολίας
φωτοπολλαπλασιαστής αρσενικό