φωτονεφέλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτονεφέλη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.to.neˈfe.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐νε‐φέ‐λη
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτονεφέλη θηλυκό
- (αστρονομία, σπάνιο) το νεφέλωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτονεφέλη
→ δείτε τη λέξη νεφέλωμα |